- απροσχημάτιστος
- η , ο [ος , ον ] прямой, прямолинейный; открытый; откровенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσχημάτιστος — η, ο [πρόσχημα] 1. ο χωρίς προσχήματα και δικαιολογίες, ειλικρινής 2. ωμός, βάναυσος … Dictionary of Greek
απροσχημάτιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς προσχήματα, χωρίς δικαιολογίες ή προφάσεις, ειλικρινής, ωμός: Οι επεμβάσεις των μεγάλων κρατών στις υποθέσεις των μικρών γίνονται κάθε μέρα και πιο απροσχημάτιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)